στρατοπεδάρχης

στρατοπεδάρχης
4759 στρατοπεδάρχης
{сущ., 1}
военачальник, начальник военного лагеря (Деян. 28:16).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στρατοπεδάρχης" в других словарях:

  • στρατοπεδάρχης — military commander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχης — ο, ΝΜΑ διοικητής στρατοπέδου νεοελλ. αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με τού φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν… …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδάρχης — ο αξιωματικός που έχει καθήκοντα επιστάτη σε στρατόπεδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατοπεδάρχαι — στρατοπεδάρχης military commander masc nom/voc pl στρατοπεδάρχᾱͅ , στρατοπεδάρχης military commander masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχαις — στρατοπεδάρχης military commander masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχη — στρατοπεδάρχης military commander masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχην — στρατοπεδάρχης military commander masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχου — στρατοπεδάρχης military commander masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδάρχῃ — στρατοπεδάρχης military commander masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδαρχώ — στρατοπεδαρχῶ, έω, ΝΜ [στρατοπεδάρχης] είμαι στρατοπεδάρχης μσν. είμαι στρατηγός …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδάρχας — στρατοπεδάρχᾱς , στρατοπεδάρχης military commander masc acc pl στρατοπεδάρχᾱς , στρατοπεδάρχης military commander masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»